-
1 πριαμαι
(только aor. 2 ἐπριάμην; imper. πρίασο - стяж. πρίω; conjct. πρίωμαι; opt. πριαίμην; part. πριάμενος; inf. πρίασθαι)1) покупать(τι κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Hom.; ἵππον ἀργυρίου Plat.; τι παρά τινος τριὰκοντα ταλάντων Xen.)
πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο ; Arph. — сколько просишь за это? (досл. за сколько мог бы я это купить у тебя?)2) перен. покупать, жертвовать, (от)даватьοὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν Soph. — я и полушки не дал бы за (такого) человека;
{. τι θανάτοιο Pind. — купить что-л. ценой жизни;τῆς ψυχῆς πριαίμην ὥστε μήποτε λατρεῦσαι ταύτην Xen. — я пожертвовал бы жизнью за то, чтобы она не была больше рабыней;πρίαιτο τὸ μέγα τι Xen. — (Гадат) дорого бы дал (за то, чтобы причинить несчастье ассирийскому царю)3) подкупать(τοὺς δικαστάς Dem.)
4) брать на откуп, арендовать(ὀπώραν Dem.)
ὅ τέλος πριάμενος Xen. — откупщик налогов
См. также в других словарях:
κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… … Dictionary of Greek